βουβώνες

βουβώνες
Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως από ψύλλο ή ποντικό. Η μορφή αυτή της πανούκλας είναι η πιο ελαφριά και χαρακτηρίζεται από τη διόγκωση των λεμφαδένων της βουβωνικής χώρας, και σπανιότερα της μασχάλης και του λαιμού, από υψηλό πυρετό και ρίγος, παραλήρημα και πρόκληση γάγγραινας στους διογκωμένους αδένες. βουβωνικός πόρος. Η λοξή σχισμή του κοιλιακού τοιχώματος, στο ύψος της βουβωνικής χώρας και ακριβώς πάνω από τον βουβωνικό σύνδεσμο. Από τη σχισμή αυτή περνά ο σπερματικός τόνος του άντρα (πρόκειται για τον εκφορητικό πόρο του όρχεως και των αγγείων του) και ο στρογγυλός σύνδεσμος της γυναικείας μήτρας. Έχει μήκος 4-5 εκ. και απολήγει σε δύο στόμια, τα ονομαζόμενα υποδερμάτιο και κοιλιακό. Το πρώτο, που λέγεται και βουβωνικός δακτύλιος, έχει ωοειδές σχήμα, αντιστοιχεί στο ηβικό φύμα και ορίζεται προς τα έξω από τον εξωτερικό βουβωνικό στύλο, ο οποίος προσφύεται στο ηβικό φύμα, προς τα μέσα από τον εσωτερικό βουβωνικό στύλο, ο οποίος προσφύεται στην ηβική σύμφυση, προς τα πάνω από τις μεσοστύλιες ίνες της απονεύρωσης του μυός αυτού και προς τα πίσω από τον κολλέδιο σύνδεσμο. Το υποδερμάτιο στόμιο επικαλύπτεται προς τα πίσω από την ενδοκοιλιακή περιτονία και το περιτόναιο, όπου και το εσωτερικό βουβωνικό βοθρίο. Το δεύτερο, που λέγεται και κοιλιακός δακτύλιος, βρίσκεται περίπου 1,5 εκ. ψηλότερα από τη μέση του βουβωνικού συνδέσμου και παρουσιάζει λοξή εσοχή, που αντιστοιχεί στο εξωτερικό βουβωνικό βοθρίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουβῶνες — βουβών groin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζάλικας — και ατζάλικας, ο 1. το μπροστινό πάνω μέρος τού μηρού, ριζομέρι 2. αδενίτιδα στους βουβώνες ή στις μασχάλες και οι ίδιοι οι βουβώνες ή η μασχάλη …   Dictionary of Greek

  • αζαλικώνομαι — [αζάλικας] έχω πρήξιμο στις μασχάλες ή στους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολυαδενοπάθεια — η ιατρ. μικρού βαθμού ανώδυνη υπερτροφία τών λεμφογαγγλίων σε πολλές περιοχές τού σώματος, όπως λ.χ. στον λαιμό, στις μασχάλες, στους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • οπισθοβουβωνικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται πίσω από τους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • φύγεθρον — και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl u της ρίζας *bhl eu «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”